Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζαπότης — ζαπότης, ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) μέθυσος, πολυπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πότης] … Dictionary of Greek
ζαπότην — ζαπότης toper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)